σωματεμπορία

σωματεμπορία
η , σωματεμπορίαόριο[ν] τό
1) торговля живым товаром; 2) уст. работорговля

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "σωματεμπορία" в других словарях:

  • σωματεμπορία — Εμπορία του σώματος του ανθρώπου. Αγορά και πώληση ανθρώπων. Εκμετάλλευση γυναίκας ή και παιδιών. Με πρωτοβουλία της Γαλλίας έγινε τον Ιούλιο του 1902 διεθνής διάσκεψη στο Παρίσι, που σύνταξε το κείμενο σύμβασης για την καταδίωξη της σ. των… …   Dictionary of Greek

  • σωματεμπορία — η 1. εμπόριο δούλων. 2. προμήθεια γυναικών για ασελγείς πράξεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανθρωπεμπορία — η 1. η δουλεμπορία 2. η σωματεμπορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνθρωπος + εμπορία. Η λ. μαρτυρείται στον διδάσκαλο του Γένους Κ. Κούμα] …   Dictionary of Greek

  • σωματεμπόριο — το / σωματεμπόριον, ΝΜ [σωματέμπορος] νεοελλ. η σωματεμπορία μσν. το δουλεμπόριο …   Dictionary of Greek

  • σωματεμπόριο — το σωματεμπορία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»